ευδιαβολος

ευδιαβολος
    εὐδιάβολος
    εὐ-διάβολος
    2
    1) легко могущий быть истолкованным в дурную сторону, легко осуждаемый
    

(πρὸς τοὺς πολλούς Plat.)

    2) легко становящийся жертвой клеветы (sc. ἄνθρωποι Arst.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ευδιαβολος" в других словарях:

  • ευδιάβολος — εὐδιάβολος, ον (Α) 1. ο ευδιάβλητος 2. (επίρρ. φρ.) «εὐδιαβόλως ἔχειν» το να έχει κάποιος διάθεση για κατηγορία, για διαβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διά βολος «αυτός που διαβάλλει (ή και διαβάλλεται)» (< δια βάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιαβόλως — εὐδιάβολος easy to misrepresent adverbial εὐδιάβολος easy to misrepresent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάβολον — εὐδιάβολος easy to misrepresent masc/fem acc sg εὐδιάβολος easy to misrepresent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαβόλους — εὐδιάβολος easy to misrepresent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαβόλων — εὐδιάβολος easy to misrepresent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάβολα — εὐδιάβολος easy to misrepresent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάβολοι — εὐδιάβολος easy to misrepresent masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»